Του Ιωάννη Α. Σαρσάκη
(Καστροπολίτη)
Τύχη
αγαθή, έφερε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τίτλο «ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ (Ιστορία –
Λαογραφία – Λογοτεχνία)». Το πόνημα αυτό εκδόθηκε το 1978 στην Αθήνα, από τον
Πολιτιστικό Σύλλογο Διδυμοτείχου και Περιφερείας. Μέσα στα πολλά ωραία θέματα
που αναπτύσσονται, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η αναφορά για τον Διδυμοτειχίτη
(από την Ταμπακιά) Σωτήρη Χατζηπεντίδη, τον «έφηβο ποιητή» όπως τον
χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του κειμένου Αυγερινός Μαυριώτης[1].
Διαβάζοντας το αφιερωματικό κείμενο για τον Σωτήρη
Χατζηπεντίδη, μαθαίνουμε ότι γεννήθηκε το 1928 και πέθανε το 1948, χτυπημένος
από αδελφικό βόλι στον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο
(1946-1949). Ο Ταμπακιώτης
έφηβος ποιητής φτερούγισε προς τον ουρανό σε ηλικία μόλις 20 ετών. Αν
ανατρέξουμε στα παιδικά του χρόνια θα δούμε ότι στα 13 του, είδε τους Γερμανούς
κατακτητές να μπαίνουν στο Διδυμότειχο και πάνω στην ενηλικίωση του,
αναγκάστηκε να επιλέξει στρατόπεδο και να εμπλακεί στον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό,
αναζητώντας ως αγνός ιδεολόγος, κοινωνική δικαιοσύνη και ισονομία. Όπως ήταν
φυσικό η ποιητική του ψυχή σημαδεύτηκε από τις δύσκολες καταστάσεις που βίωσε,
αυτό είναι εμφανές και από τα ποιήματα του :
Ζούμε ; μες το μεθύσι
αυτό της μοίρας
πόχει μας ρίξει η ανομιά
του λιοβασιλέματος ;
Ζούμε ; Χανόμαστε ; Το
κύμα μας πλακώνει.
Τι φταίμε εμείς, αθώα
παιδιά της μάνας μας ;
Εύλογα τα ερωτήματα και ο προβληματισμός που διαχέονται από
τους παραπάνω στίχους, ο ποιητικός του οίστρος όμως δεν κάμφθηκε ούτε από τα
δύσκολα χρόνια της κατοχής αλλά ούτε και από τον εμφύλιο. Ένας ποιητής άλλωστε
είναι σαν τη μέλισσα που ξέρει να διαλέγει τον ανθό και να παράγει μέλι. Έτσι
και ο «έφηβος» ποιητής μας, σε πολύ νεαρή ηλικία, πέραν των προβληματισμών της
εποχής κατά την οποία έζησε, εξέφρασε στα ποιήματά του, τον θαυμασμό του για τη
φύση : «Θα δεις λουλούδια να φυτρώνουνε πολλά, / θα δεις πρωτόκλαδα δεντριά ν’
αναφτεριάνε…» , και τον έρωτα : «Σε βλέπω λευκοθέα στα ονείρατά μου / σε μένα
να σιμώνεις, ω χαρά μου.»
Το περιβάλλον που μεγάλωσε του προσέφερε πολλές παραστάσεις
και εικόνες, οι οποίες μπολιάστηκαν στην Ορφική του ψυχή. Κάθε πρωί καλημέριζε
τις Νύμφες του Ερυθροποτάμου και κάθε βράδυ καληνύχτιζε τους Αγίους του
Κάστρου. Οι εικόνες με τις οποίες μεγαλώνει ο άνθρωπος λειτουργούν θετικά ή
αρνητικά στον ψυχισμό του, ο Σωτήρης Χατζηπεντίδης είχε την τύχη να μεγαλώσει
με αυτούς τους υπέροχους χρωματισμούς που του προσέφερε η ιδιαίτερη πατρίδα του
το Διδυμότειχο. Μέσα από τις εικόνες αυτές εμπνεύσθηκε και χρωμάτισε τα
ποιήματα του, αφιερώνοντας και ένα υπέροχο ποίημα για τη ¨Θράκη μας¨ όπως το ονομάζει
:
Η ΘΡΑΚΗ ΜΑΣ
Τη Θράκη την πατρίδα μου
σα μάνα μου την αγαπώ.
Στους κόρφους της που
φύλαξε τα πρώτα μου τα χρόνια
τ’ αφρόγαλά της μ’
άφταστη ηδονή ήπια το τραχιό
κι άκουσα από τις
ρεματιές μαζί με τα ποτάμια
να χύνει το τραγούδι του
τ’ οργιαστικό ο αυλός
του Πάνα ο πολυκάλαμος,
μετάλαβα μες στ’ άρρητα
το νύχτιο αστέρινο
ουρανό, τη λαμπρομάτα την αυγή,
τ’ ανάερα βράδια, την
καυτή μεσημεριάτικη ώρα.
Στα ισκιόφωτα κοιμήθηκα,
περπάτησα στις στράτες,
γέφτηκα το γλυκόλαλο
πουλί στην ποταμιά
και τις κλωνόγερτες ετιές
τριγύρισα μ’ αγάπη
κι αγκάλιασα τα’ αγέρια
της με το βουνίσιο μύρο
και τα οργισμένα σύγνεφα
που προμηνάν βροχή,
την απειρόχρωμη ίριδα των
μπλάβων οριζόντων.
Τ’ ατέλειωτα καπνόφυτα
και τ’ ασημένιο στάρι
και τα πρασινολίβαδα, τα
καρπισμένα αμπέλια.
Στ’ αλώνια ήπια το βαρύ
λιοπύρι με τους μόσκους,
με τα πουλιά ταξίδεψα, σα
λογισμός, που τρέχουν.
Τη Θρακική πατρίδα μου
την αγαπώ σα μάνα,
που μ’ έβγαλε νιοβλάσταρο
για της τραγουδήσω
τα χιλιοκάλια, τη ζωή,
που σιγαλά κυλάει
με των πηγών το μούρμουρο
και των δεντρών το θρό.
Να καρτεράνε στα βουνά οι
ξωθιές τον καβαλάρη
της νύχτας˙ στα ποτάμια
της να κολυμπάν νεράιδες
και να κοιτάν προς
την στεριά. Κι οι θρύλοι να γιομίζουν
τα παραγώνια, τις
νυχτιές, τριγύρω στη φωτιά,
λέοντάς τους ο αγαθός
παππούς μ΄ απαλοσύνη.
Και ν’ ανασταίνονται
παλιοί θαμμένοι αυτοκρατόροι,
στρατός στρατό να
πολεμάει, οι βάρβαροι να φεύγουν.
Και το τραγούδι μου,
φτωχό κι αν είναι, της αξίζει.
Παρακάτω παραθέτουμε το προλογικό σημείωμα που συνέγραψε το
1978, δίκην μνημοσύνου, ο επίσης Διδυμοτειχίτης ποιητής Βασίλειος Σ. Σιναπίδης[2], πρόεδρος του τότε διοικητικού συμβουλίου
του Πολιτιστικού Συλλόγου Διδυμοτείχου και Περιφερείας. Νομίζω ότι είναι ο καθ΄
ύλην αρμόδιος για να σχολιάσει τα έργα και το ύφος του ¨έφηβου ποιητή¨.
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΣΩΤΗΡΗ ΧΑΤΖΗΠΕΝΤΙΔΗ[3]
Κρατώ στα χέρια μου δυο γράμματα μ΄ ένα εσώκλειστο ποίημα,
τιτλοφορούμενο «ΘΡΑΚΗ» του πρόωρα χαμένου συμπατριώτη ποιητή Σωτήρη
Χατζηπεντίδη, που μου έστειλε ο αδελφός του Απόστολος. Έχω ακόμα στα χέρια μου
άλλο ένα γράμμα του φίλου του δάσκαλου Νίκου Ποντίδη, μ΄ άλλα τρία ποιήματα,
που φέρνουν τον τίτλο : 1) ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ, 2) ΑΝΤΙΦΕΓΓΙΣΜΑ και 3) ΚΑΡΤΕΡΑ, καθώς
και ένα πεζό , μια μαθητική μάλλον έκθεση, με τον τίτλο : «ΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΤΗΣ
ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΤΑΞΙΔΙ» γραμμένα στο 1946. Καθώς μαθαίνω απ΄ το βιογραφικό του
σημείωμα, που περιέχεται μεσ΄ στο γράμμα του αδερφού του, ο Σωτήρης
Χατζηπεντίδης γεννήθηκε το 1928 και πέθανε το 1948. Δεν ήταν ο ποιητής μας παρά
μονάχα 20 χρονών, όταν σκοτώθηκε στον καταραμένο εμφύλιο πόλεμο.
Πότε γεννήθηκε, πότε σπούδασε, πότε κιόλας πέθανε ; Σε μια
ζωή τόσο σύντομη, τι να προλάβει να κάνει κανένας ; Να σπουδάσεις να ζήσεις, να
αγωνιστείς ; Κι όμως μέσα στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα, που είναι απ΄ τα
πιο μεστά και μοιρόγραφτα του νεοελληνικού ιστορικού βίου, φαίνεται πως κάτι
πρόλαβε να κάνει ο ποιητής μας, όπως δείχνουν η ζωή και το έργο του. Δε
χρειάζεται μερικές φορές πολύς καιρός για να ζήσει κανένας τη ζωή όπως πρέπει,
όταν είναι γεμάτος από αγνά συναισθήματα, από ιδανικά, από όνειρα, από αγάπη
για τους ανθρώπους.
Ο Σωτήρης Χατζηπεντίδης άφησε μερικά άσβηστα λαμπρά χνάρια
του σύντομου διάβα του απ΄ την πρόσκαιρη τούτη ζωή. Ο Χατζηπεντίδης είχε γνήσιο
ποιητικό ταλέντο, που προοιώνιζε λαμπρό μέλλον, γεμάτο από λογοτεχνικά
επιτεύγματα, αν δεν έφευγε τόσο πρόωρα. Τα ποιήματα του τα διακρίνει γνήσιος
λυρισμός, βαθιά αίσθηση του ωραίου, αγάπη στη φύση και μεγάλη περιγραφική
ικανότητα, με ζωντανές εικόνες κι επίθετα γεμάτα χρώμα και νόημα.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΙΤΗ «ΕΦΗΒΟΥ ΠΟΙΗΤΗ» ΣΩΤΗΡΗ
ΧΑΤΖΗΠΕΝΤΙΔΗ
ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Νάρχουμαι αυγή μ΄ ένα
φιλί
να σμίγω στα κλωνιά σου
την πνοή μου
και τη δροσιά σου την
πρωινή
σαν αμβροσιά να γεύουμαι
δεντρί μου.
Βουνίσιο αγέρι, σα
θαρθείς,
πάρε απ΄ τη χάρη κάτι του
βουνού σου,
τη Βακχική ευωδιά γευτείς
Και δος μου την, ανάσα
του φιλιού σου.
ΟΧΤΑΣΤΙΧΟ
Στ΄ απόσπερο το μόνο
θυμητάρι
στη νύχτα θυρσομάνιασμα
αλυχτά
που μου ήταν παλιακό
προσκυνητάρι
σαν και τον ήλιο που
προβέλν΄ απαψηλά.
Χαράματα ανοιχτά
ξαναθεριεύουν
κι αμπώχνουν τα
τρισκότιδα μακριά
αχοί φωνούλες μαγεμένες ξεθαρρεύουν
και σκύβουν μπρος στον
ήλιο ευλαβικά.
Θα κλείσω το ταπεινό αυτό αφιερωματικό κείμενο για τον
συντοπίτη μας ποιητή, με δύο αποσπάσματα από το κείμενο «Σωτήρης
Χατζηπεντίδης Ο έφηβος ποιητής»[4] του Αυγερινού Μαυριώτη :
¨Ο Σωτήρης Χατζηπεντίδης ήταν ο διανοούμενος που δεν πρόλαβε
να ωριμάσει, ήταν ο αητός που σκοτώθηκε προτού πετάξει, την ώρα που δοκίμαζε να
ξεδιπλώσει τις άμαθες ακόμα φτερούγες του. Ήταν ακόμα τ΄ αηδόνι, που σώπασε
προτού προφτάσει να μεθύσει τον κόσμο με τις τρίλιες του¨.
¨Ο Σωτήρης Χατζηπεντίδης, ο έφηβος αυτός ποιητής, από σήμερα
παύει να είναι νεκρός. Το έργο του, που για πρώτη φορά βλέπει το φως της
δημοσιότητας, ύστερα από τριάντα χρόνια σιωπής, τον φέρνει κοντά μας¨.
Υποσημειώσεις
[1]. Ο Αυγερινός Μαυριώτης, κατάγεται από το Άμοριο και
κατοικεί στην Αθήνα, είναι δάσκαλος, ποιητής, πεζογράφος, λαογράφος και
ζωγράφος.
[2]. Ο Β. Σιναπίδης είναι φιλόλογος, ζωγράφος, ποιητής,
συγγραφέας, γλωσσομαθής και βραβευμένος από τη Γαλλική Ακαδημία του Παρισίου
για το ποίημα του “Το Τραγούδι της Κύπρου”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου