Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Αποσπάσματα από ανέκδοτο μυθιστόρημα με τίτλο «Μπουρμπουρέτ, Ρουμπούρ και Μπιρίρ», το οποίο διαδραματίζεται στην Αλεξανδρούπολη

Στέλιος Φώκος
Είναι ψευδαίσθηση πως οι άνθρωποι φτιάχνουν τις πόλεις όπως θέλουν. Αυτές μας ορίζουν, από ένα σημείο και πέρα. Σαν το παιδί που κουμαντάρει τους γονείς του σχεδόν απ’ τη στιγμή που γεννιέται. Άσχετα αν εκείνοι δεν το καταλαβαίνουν.
Ο πατέρας την αγαπούσε αυτή την πόλη. Τώρα που έφυγε, τώρα μόνο καταλαβαίνω πόσο την αγαπώ κι εγώ. Ίσως γιατί



τη βλέπω ακόμα με τα δικά του μάτια. Ίσως πάλι γιατί κάθε χαλικάκι της μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια, κι αυτά πάλι μου θυμίζουν τον πατέρα, νέο, γεμάτο όρεξη και ζωντάνια, όπως θέλω να τον θυμάμαι.
Είναι όμορφη η πόλη μας. Μπορεί και να τη βλέπω έτσι γιατί την αγαπώ, όμως αυτό για μένα δεν έχει καμιά σημασία. Θυμάμαι πόσο όμορφη μου φάνηκε η Καβάλα καθώς πλησίαζα τη νύχτα με καράβι, και πόσο μ’ απογοήτεψε τη μέρα, όταν τριγύρισα τους δρόμους της. Η πόλη μας είναι ίδια όμορφη μέρα και νύχτα. Αρκεί να ξέρεις να κοιτάς.
Ένας μεγάλος δρόμος τη διασχίζει απ’ άκρη σ’ άκρη, από τη δύση μέχρι την ανατολή. Βασιλέως Γεωργίου τον έμαθα παιδί, Δημοκρατίας είναι τώρα. Έτσι, για να δείχνει πως η ιστορία δεν περνάει χωρίς ν’ αφήνει τα σημάδια της ακόμα και στους δρόμους. Ένας άλλος παράλληλος παίρνει την παραλία και περπατάει αγναντεύοντας το πέλαγο, απ’ το γήπεδο μέχρι το λιμάνι με το σιδηροδρομικό σταθμό, για να δέσει όλους τους δρόμους, κάθε λογής, και να θυμίσει πως η πόλη μας ένα πέρασμα είναι κι ένας σταθμός, ένα καλωσόρισμα κι ένα ξεπροβόδισμα συνάμα.
Πάνω στον κεντρικό δρόμο έρχονται να χυθούν δυο μεγάλοι κάθετοι, με τις πηγές τους στο βοριά, όπου κι ενώνουν τις φτερούγες τους. Ο ένας φέρνει στις πλάτες του τη μέρα της απελευθέρωσης της πόλης. Ο άλλος θέλησε να τιμήσει την εκκλησία και τους ανθρώπους της.
Η μοίρα το ’φερε να ζήσω και στους τέσσερις αυτούς δρόμους, και χαίρομαι γι’ αυτό. Έτσι την έχω στο μυαλό μου από παλιά, τέσσερις δρόμους, δυο δυο παράλληλους, άντε κι ένα μεγάλο διαγώνιο που την κόβει κάπως λοξές φέτες.
Όπως αλλάζουμε όλοι, άλλαξε κι αυτή. Τα σπίτια ορθώνουν το κορμί τους, ψηλώνουν ολοένα, κι οι δρόμοι στενεύουν και γεμίζουν σκιές. Τα παλιά κτήρια αλλάζουν χρώμα, χρήση, ονόματα. Το ίδιο κι οι δρόμοι. Χάνομαι συχνά, ξεχνιέμαι, ψάχνω να βρω παλιές γειτονιές, γνώριμους ήχους, χρώματα, μυρωδιές. Αντιστέκομαι κάποτε με πείσμα. Όχι, δεν είναι η Μεραρχία αυτή. Είναι το Πασαλίκι, έστω κι ερειπωμένο όπως το γνώρισα, με τη γλυκιά ζεστασιά του ξύλου κι εκείνο τον παράξενο ρυθμό του. Εδώ είναι ο φάρος κι εκεί το άγαλμα της Βιζβίζη, της καπετάνισσας, που μικρός τη μπέρδευα συχνά με τη Μπουμπουλίνα. Βλέπω το Φλοίσβο με την αμμουδιά του από κάτω, κάποιοι τσαλαβουτάν στα κύματα, κι όμως, δε μπορεί, πάνε χρόνια που χάθηκαν όλ’ αυτά. Στη μικρή πλατεία με το σιντριβάνι τα παιδιά στριφογυρίζουν σαν τρελά. Οι μανάδες, καθισμένες στο Μπίζο ή την Κληματαριά, αφήνουν ανήσυχες το πιρούνι στο πιάτο και τρέχουν ξοπίσω τους, να τα μαζέψουν. Σ’ αυτό το σιντριβάνι είχε αφήσει ο πατέρας του Θανάση εκείνο τον αμφορέα με τη μυτερή βάση που είχανε ψαρέψει με την τράτα. Δεν ήξερε τι να τον κάνει. Κάποιοι άλλοι, όμως, ήξεραν κι έτσι την άλλη μέρα, που ξαναπήγαμε να τον χαζέψουμε, δεν τον βρήκαμε στη θέση του. Στο Διεθνές, ψηλά, στο δεύτερο μπαλκόνι, ο Πίπης επιμένει να βάζει και να ξαναβάζει στο τζουκ μποξ τα Κόκκινα τριαντάφυλλα. Εμείς οι άλλοι τρώμε ήσυχα τη δεύτερη σοκολατίνα μας και μετράμε τα λεφτά μας για την τρίτη.
Τα παϊτόνια στολισμένα στην κεντρική λεωφόρο, περιμένουν πελάτη. «Αμάξι παϊτόνι Σαμπρής!» φωνάζει ο χοντρός τούρκος απ’ τη θέση του και με κοιτάζει με μισόκλειστα νυχτωμένα μάτια σα να με προσκαλεί. Τώρα θα δω το τουρκάκι που ’χε γίνει ο εφιάλτης μου κάθε φορά που κατέβαζα τα μούτρα και κρέμαγα τα χείλια θυμωμένος. «Είσαι σαν το Φαρή», γρινιάζει η μάνα κι ο Μάρκος φωνάζει κοροϊδευτικά «Γιαπ γιουπ Φαρής! Γιαπ γιουπ Φαρής!» Όχι! Δεν είμαι σαν το Φαρή! διαμαρτύρομαι, αυτός μοιάζει με πίθηκο. Κάθε τόπος έχει τους τύπους του, κι η πόλη μας το ίδιο.
«Παγωτό χωνά’! Βανίλια καϊμάκι!» φωνάζει λαχανιασμένα, ντυμένος στα κάτασπρα, ο ασπρομάλλης παγωτατζής, πεθαμένος εδώ και χρόνια. Αυτός επιμένει στο παγωτό. Ο γείτονας, όμως, εναλλάσσει το εμπόρευμα, άλλοτε παγωτό άλλοτε σάμαλι. Κλουμώσαν τα παιδιά, προσμένουν τη σειρά τους ήσυχα, με τη δραχμή στο χέρι. Ξεχνιέμαι και πλησιάζω μα ο Μάρκος μού θυμίζει πως δεν έχουμε λεφτά. Έχει δίκιο. Ούτε και για το γύρο του θανάτου έχουμε. Ήρθαν και στήσαν το μεγάλο ξύλινο βαρέλι τους στην παραλία, κάτω απ’ το φάρο. Στριφογυρίζουμε ολόγυρα, ακούμε το θόρυβο της μηχανής, μυρίζουμε την κάπνα της, βλέπουμε τους τυχερούς ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα που τρίζει, αλλά εμείς δεν έχουμε λεφτά. Μόνο το σχοινοβάτη που θα περπατήσει πάνω στο σκοινί μπορούμε να δούμε, είναι πολύ ψηλά, έδεσε το σκοινί του απ’ τη μια στέγη στην άλλη πάνω απ’ το δρόμο, καρφώνω τα μάτια στον ουρανό, ένας προβολέας τρυπάει το σκοτάδι, τον αγκαλιάζει, βάζει το ένα πόδι πρώτα, ύστερα και τ’ άλλο, το κοντάρι στα χέρια του σκαμπανεβάζει λίγο, κάνει ακόμα ένα βήμα, έπειτα κι άλλο, η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, θα μας βλέπει από κει ψηλά όπως εγώ πάνω απ’ το δέντρο, σκέφτομαι, όμως αυτός είναι πολύ πιο ψηλά, ζυγιάζεται σαν πουλί πάνω σ’ ένα ψιλό σκοινί και τόσοι ανθρώποι από κάτω τον κοιτάν με θαυμασμό, όμως δεν είναι δύσκολο, είμαι πουλί και περπατώ αργά αργά σ’ ένα λεπτό κλαδί, είναι τόσο εύκολο, απορώ που δεν το καταλαβαίνουν, δεν είμαι άνθρωπος πια, τα φτερά μου είναι κλειστά αλλά τι σημασία έχει, μπορώ να τ’ ανοίξω όποια ώρα θελήσω και να πετάξω πάνω απ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους που με κοιτάν με θαυμασμό, πόσο εύκολο είναι, να ’ταν από μια μεριά ο Μάρκος να με δει, αμέσως θα με παραδέχονταν, κι η μάνα θα ’λεγε επιτέλους πως κάτι αξίζω κι εγώ. Το στήθος μου φουσκώνει από χαρά, όμως δεν είμαι εγώ εκεί πάνω, κανένας δεν είναι, όλ’ αυτά είναι πολύ παλιά, υπάρχουν πια μονάχα στο μυαλό μου, ίσως και να μην υπήρξαν ποτέ. Ένα θολό σύννεφο τα σβήνει απ’ τα μάτια μου κι αφήνει μικρές τούφες βροχής πίσω του, που δεν αργούν να στεγνώσουν. Είναι δύσκολο να είσαι πουλί κουρνιασμένο ψηλά με τόσα μάτια να σε καρφώνουν. Κι έπειτα, οι άνθρωποι θέλουν να δείχνεις πάντα τα φτερά σου.



Χρόνια αργότερα είδα ένα τέτοιο ανεμόπτερο στο σινεμά και θυμήθηκα εκείνο το μικρό αεροπλανάκι, όμως τώρα είμαι πιο μεγάλος και ξέρω πια από ανεμόπτερα, είναι καλοκαίρι κι είμαστε στον κινηματογράφο της παραλίας, καθισμένοι στον εξώστη όλη η παρέα, η θάλασσα στέλνει από πέρα το αεράκι της και μας δροσίζει. Είναι όμορφοι οι κινηματογράφοι στην πόλη μας, και πολλοί, μπορείς να διαλέξεις όποιο έργο θέλεις, κάνουμε μια βόλτα πρώτα και βλέπουμε σ’ όλους τις φωτογραφίες, κοιτάμε και τα Προσεχώς κι έτσι τα περισσότερα έργα τα ξέρουμε από πριν και τα περιμένουμε, τα συζητάμε όλη τη βδομάδα στο σχολείο και τη γειτονιά, παρακαλάμε στο σπίτι να μας δώσουν χρήματα κι όταν τους καταφέρνουμε σφίγγουμε στη χούφτα τα λεφτά και τραβάμε όλοι μαζί, είναι αληθινό πανηγύρι όταν πάμε μόνοι μας. Πηγαίνουμε και με τη μάνα και τον πατέρα, οικογενειακά, όμως δεν έχει τόσο γούστο τότε, είμαστε μαζεμένοι και δε μπορούμε να μιλάμε. Στην είσοδο μεγάλες φωτογραφίες των ηθοποιών, τους περισσότερους δεν τους ξέρω αλλά η μάνα με τον πατέρα τους ξέρουν και κουνάνε το κεφάλι με νόημα, η μάνα όλο μιλάει για κάποια Σαρίτα Μοντέλ και κάποιον Αμεντέο Νατσάρι, τι παράξενα ονόματα σκαρφίζονται αυτοί οι ηθοποιοί, πάντως αυτοί οι δυο θα ’ναι ζευγάρι γιατί όλο μαζί τούς λέει η μάνα, κάποιος σοβαρός κύριος μας κόβει τα εισιτήρια και τα ρίχνει σ’ ένα κουτί από μια τρύπα, ύστερα μπαίνουμε στη σκοτεινή αίθουσα, μια ζεστασιά μας τυλίγει, μοσχοβολάει γιατί κάποιος περνάει κάθε τόσο με μια τρόμπα, σαν αυτή που κάνουμε το φλιτ στο σπίτι, και ρίχνει άρωμα, έρχεται μια κυρία μ’ ένα φακό στα σκοτεινά, προχωράει μπροστά κι αφήνει το φακό να φέγγει πίσω της κι εμείς ακολουθούμε υπάκουα εκείνο το φωτεινό λεκέ που κουνιέται πέρα δώθε σαν τρελός αλλά εγώ όλο ξεχνιέμαι και κοιτάω στην οθόνη κι ο Μάρκος με τραβάει άγρια απ’ το χέρι. Καθόμαστε στις θέσεις σιωπηλά, οι πίσω μας στραβολαιμιάζουν για να βλέπουν ώσπου να καθήσουμε και μου φαίνεται πολύ αστείο, βουλιάζω στη μαλακή καρέκλα και ψάχνω να βρω από ποια μεριά βλέπω καλύτερα, ύστερα ταξιδεύω μακριά αλλά κάθε τόσο ρωτάω το Μάρκο αν δεν καταλαβαίνω, όμως εκείνος δε μου λέει, είναι σοβαρός κι αμίλητος σαν τους μεγάλους. Πηγαίνουμε μερικές φορές κι όταν είναι αναμμένα τα φώτα αλλ’ αυτό δε μ’ αρέσει τόσο. Τότε δεν έρχεται η κυρία με το φακό κι έχει θόρυβο στην αίθουσα. Βλέπουμε φίλους και γνωστούς και τους χαιρετάμε. Πιο ωραία είναι ν’ ανάβουν τα φώτα ξαφνικά και να κοιτάς με μισόκλειστα μάτια ποιος είναι δίπλα και ποιος πίσω σου. Είναι σα να περπατούσες τόσην ώρα με κλειστά μάτια και ξαφνικά να τ’ άνοιξες. Κάποιοι σηκώνονται τότε, ο πατέρας βγαίνει για τσιγάρο κι η μάνα στραβομουτσουνιάζει αλλά γρήγορα το ξεχνάει καθώς πιάνει κουβέντα με τους γνωστούς, εμείς με το Μάρκο θέλουμε να σηκωθούμε αλλά δε μας αφήνει πάντα, χαζεύουμε το σινεμά και τον εξώστη, χαιρετάμε με το χέρι τους φίλους και τους συμμαθητές μας και παρακαλάμε τη μάνα να μας αγοράσει τσίχλα ή καραμέλες απ’ το παιδί που τριγυρίζει στο διάδρομο με το δίσκο και φωνάζει «Μέντες, καραμέλες, ευκάλυπτα έχω, ορίστε!» ή «Σάμαλι, φοινίκι, ροξ!» κι άλλοτε πάλι «Λεμονάδες, πορτοκαλάδες, μπιράλ!». Παλιά είχανε και πασατέμπο αλλά τώρα τον καταργήσανε, μόνο στραγάλια και φιστίκια έχουν, όμως κάποιοι φέρνουν απέξω ηλιόσπορους ή κολοκυθόσπορους και τους τρώνε κρυφά όταν σβήσουν τα φώτα και με θυμώνουν, γιατί δε μπορώ να προσέξω την ταινία. Μ’ αρέσει πολύ όταν το παλικαράκι τρέχει με το άλογο να σώσει τη βασιλοπούλα που κινδυνεύει απ’ τον κακό, τότε ενθουσιάζονται όλα τα παιδιά και χτυπούν τα πόδια στο πάτωμα, νομίζω πως είμαι εγώ πάνω στο άλογο και σφίγγω τα δόντια να προλάβω, το ξέρω πως θα προφτάσω στο τέλος αλλά όλο παρασέρνομαι και το ξεχνάω, δε μπορεί, το παλικαράκι πάντα νικάει τους κακούς, έτσι είναι το σωστό. Και τα ελληνικά μ’ αρέσουν, δε σε κουράζουν και τα γράμματα, κι είναι κάτι αστείοι ηθοποιοί που όλο γκάφες κάνουν κι όλο τους κυνηγούν, σαν το Σαρλό, που μ’ αρέσει πιο πολύ απ’ όλους, ή το Χοντρό με το Λιγνό, που όλο ξύνει το κεφάλι του και τα μαλλιά του σηκώνονται ψηλά σα βούρτσα. Μόνο τα λυπητερά ελληνικά δε μ’ αρέσουν, η μάνα λέει πως έτσι είναι η ζωή και πρέπει να τη μαθαίνουμε, κι ο πατέρας συμφωνεί μαζί της αλλά όλο μαλώνουν για το τέλος, εκεί που ο φτωχός παντρεύεται την πλούσια γυναίκα που αγαπάει ή βρίσκει το δίκιο του. Δεν του αρέσουν αυτά του πατέρα, είναι ψεύτικα λέει, δε γίνεται έτσι στη ζωή, αλλά εγώ ξέρω πως βγαίνω με βουρκωμένα μάτια κι αυτό δε μ’ αρέσει καθόλου, γιατί ο Μάρκος όλο με κοροϊδεύει, γυναικούλα με λέει, δεν το θέλω αλλά δεν τα καταφέρνω να μην κλάψω, μου φαίνονται τόσο αληθινά όλ’ αυτά στο πανί, ξεχνιέμαι και τα πιστεύω, κι εξάλλου κλαίνε ακόμα κι άντρες, τους βλέπω όταν ανάψουν τα φώτα να σκουπίζουν κρυφά τα μάτια τους και να κάνουν πως γελούν. Πρέπει να είσαι αναίσθητος για να μην κλάψεις, κι εγώ δε θέλω να είμαι σαν το Μάρκο. Άσ’ τον να κοροϊδεύει. Εξάλλου, ο πατέρας λέει πως δεν είναι κακό να κλαις, αρκεί να ξέρεις πότε.
Όταν πηγαίνουμε μόνοι μας ανεβαίνουμε στον εξώστη, είναι πιο ωραία εκεί, τους έχεις όλους κάτω στα πόδια σου, είναι σαν την εξέδρα με τους επίσημους στην παρέλαση. Μερικά παιδιά ρίχνουν κρυφά στραγάλια κάτω αλλά εμένα δε μ’ αρέσει, δεν είναι σωστό, κι ο Μάρκος ρίχνει και μου λέει να μην τον προδώσω στο σπίτι γιατί θα γίνω σαν τον Ιούδα που πρόδωσε το Χριστό.
Ύστερα ένας χειμερινός κινηματογράφος έβαλε μια σκεπή που ανοίγει από πάνω, ήταν παράξενο αλλά ωραίο, εκεί που ήταν σκεπασμένος έβλεπες σιγά σιγά τη σκεπή να γλιστράει και ν’ ανοίγει και να φανερώνεται ο ουρανός και τ’ αστέρια και μια δροσιά να σε χαϊδεύει, και τότε αρχίσαμε να πηγαίνουμε όλο σ’ αυτό το σινεμά για να το δούμε κι ας μη μας άρεσε το έργο. Ένας κινηματογράφος έχει τ’ όνομά μου και μου φαίνεται πιο όμορφος απ’ τους άλλους, είναι καλοκαιρινός και κοντά στο κέντρο της πόλης και καμιά φορά δε μ’ αρέσει που ακούγονται απέξω τα μηχανάκια και τ’ αυτοκίνητα, όμως είναι σαν τετράγωνος και πολύ όμορφος. Μόνο ο Έβρος στην παραλία μου φαίνεται καλύτερος, είναι κάτασπρος με θαλασσιές φωτισμένες ταινίες, μυρίζει κι η θάλασσα από δίπλα κι ώρες ώρες νομίζω πως είμαι σε καράβι και ταξιδεύω στο πέλαγο.
Μόνο στ’ ακατάλληλα δε μας αφήνουν, είναι κι οι καθηγητές που φοβόμαστε, όμως σιγά σιγά βρίσκουμε χίλια δυο κόλπα για να μπούμε, αλλά και τότε βλέπουμε με την ψυχή στα δόντια και κάποιοι μας ειδοποιούν να κρυφτούμε άμα χρειαστεί, οι άτυχοι την άλλη μέρα τρώνε αποβολή στο σχολείο, όπως κι όταν μας πιάσουν αργά στο δρόμο ή στα ποδοσφαιράκια.
Έπειτα πια οι άνθρωποι κλείστηκαν σιγά σιγά στα σπίτια τους, τώρα βλέπουνε τηλεόραση, κλείσαν οι κινηματογράφοι ο ένας μετά τον άλλο, γίνανε σουπερμάρκετ, μόνο φαντάρους έβλεπα πια όταν πήγαινα, βλέμματα σβησμένα, πρόσωπα χαμένα στη μοναξιά, και μου σφιγγόταν η καρδιά, ώσπου σταμάτησα να πηγαίνω κι εγώ. Όμως απόψε είμαι ακόμα μικρός, παίζει εκείνος ο μαύρος ηθοποιός που μ’ αρέσει, Σίντνεϊ Πουατιέ τον λένε, είναι καθηγητής και προσπαθεί να βάλει τα παιδιά στον ίσιο δρόμο, και τα κατάφερε στο τέλος, και μια μαθήτρια του τραγουδάει ένα ωραίο τραγούδι, «Στον κύριό μας με αγάπη», έτσι πρέπει να είναι ο πατέρας σκέφτομαι, και σ’ εκείνον άρεσε πολύ η ταινία, αν και λέει πως δεν είναι πάντα έτσι τα πράγματα, άλλοτε είναι καλύτερα κι άλλοτε χειρότερα, το ξέρω κι εγώ απ’ το σχολείο αλλά η ταινία μ’ άρεσε και ξαναπήγα να τη δω, κι όλες τις άλλες ταινίες που παίζει αυτός ο μαύρος ηθοποιός, και φέραν πολλές μαζεμένες αυτόν τον καιρό.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη το 1952. Σπούδασα Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας κι εργάστηκα ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Δημοσίευσα διηγήματα, ποιήματα και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Εξέδωσα τη μελέτη «Κώστας Παρορίτης; Εισαγωγή στη ζωή και το έργο του» (Τεκμήριο, 1979) και κατόπιν στις εκδόσεις Οδυσσέας τα λογοτεχνικά έργα: «Χρονικό μιας βραδιάς» (διηγήματα, 1989), «Δε λένε ποτέ καλημέρα τη νύχτα» (μυθιστόρημα, 1995), «Μια τίγρη που χαμογελάει» (μυθιστόρημα, 1997). Επιμελήθηκα την έκδοση κλασικών έργων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας όπως: Κώστας Παρορίτης: Οι δυο δρόμοι (Τεκμήριο, 1979), Κώστας Παρορίτης: Διηγήματα (Οδυσσέας, 1982), Εμμανουήλ Ροΐδης: Διηγήματα (Οδυσσέας, 1988), Παύλος Καλλιγάς: Θάνος Βλέκας (Οδυσσέας, 1989).



Δεν υπάρχουν σχόλια: