Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Αερολιμένας Αλεξανδρούπολης. Χρονογραφία μιας αεροζωής.


ΓΙΑ ΤΡΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ήμουν σίγουρος όσον αφορά το αεροπλάνο. Πρώτον, ότι ήταν κινηματογραφικό τρικ για να το καβαλάει η Ίνγκριντ Μπέργκμαν και να αφήνει στα κρύα της Καζαμπλάνκα τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ, δεύτερον, ότι ήταν το σίγουρο μέσο για να γίνεις ήρωας εφόσον εξαφανισθείς όπως ο Γκλεν Μίλερ -πάλι το Χόλιγουντ έβαλε το χέρι του- και τρίτον ότι είναι μια παράτολμη λύση απελπισίας για τους βαριά άρρωστους.


Αυτά σε εξαιρετικά ευαίσθητη ηλικία, στις αρχές του '50, τότε που οι ορίζοντες μου ήταν ένα απέραντο σκηνικό με ψεύτικους ουρανούς και σύννεφα ζωγραφιστά. Και τις μεν ταινίες τις χρέωνα στον ηλεκτρολόγο πατέρα μου, που είχε πρόσβαση στους κινηματογράφους της τότε μικρής ακριτικής πολιτείας μας, τη δε εντύπωση περί αρρώστων στη μαμά μου, που ήταν καρδιοπαθής, κι ως εκ τούτου η Ντακότα της ΤΑΕ αποτελούσε το ασφαλέστερο μέσο μεταφοράς της στην πρωτεύουσα. Δηλαδή, για να επισκεφθεί τον καρδιολόγο Κώστα Σαμαρά, τον αείμνηστο πατέρα του Αντώνη της «Ανοιξης», για τα περαιτέρω.
Ως παιδί δεν είχα δει από κοντά αεροδρόμιο. Ήξερα ότι η Αλεξανδρούπολη διέθετε, αλλά αγνοούσα προς τα που έπεφτε. Το αεροπλάνο φυσικά το βλέπαμε, αφού οι Ντακότες ήταν εξαιρετικά ευδιάκριτες -πετούσαν χαμηλά- και αποτελούσαν συνήθως ατραξιόν για μας τα παιδιά. Στις αρχές του καλοκαιριού του 1954, που τέλειωσα την πρώτη δημοτικού, γνώρισα επιτέλους και το αεροδρόμιό μας. Κι αυτό χάρη στο συμμαθητή μας Θοδωράκη Κατσανέβα, που ο πατέρας του ήταν αερολιμενάρχης. Έτσι οργανώθηκε μια επιμορφωτική εκδρομή με θέμα το αεροδρόμιο Αλεξανδρουπόλεως και είδα και θαύμασα από κοντά και την ευέλικτη Ντακότα και τους αεροδιάδρομους και αντίκρισα ζωντανά αεροπόρους. Πάνω απ' όλα όμως εντυπωσιάστηκα που οι επιβάτες έχαιραν άκρας υγείας. Δύσπιστος, τους θεώρησα ως θεραπευθέντες, κι αυτό με ανακούφισε κάπως.
Η κτηριακή υποδομή το 1954 του αεροδρομίου μας ήταν ανύπαρκτη, αλλά αυτό δεν αποτελούσε λόγο να μην εντυπωσιαστώ. Βγήκαμε αναμνηστικές φωτογραφίες, πέρασαν τα χρόνια, η οικογένεια Κατσανέβα έφυγε για Αθήνα, η ΤΑΕ έγινε Ολυμπιακή, εγώ ενίσχυσα την αεροκινηματογραφική μου παιδεία στο μεταξύ χωρίς να χρειαστεί να πλησιάσω το αεροδρόμιο, που έπεφτε κάποια χιλιόμετρα μακριά απ' τη γειτονιά μου. Δεν είχα λόγο. Η Αλεξανδρούπολη ήταν περισσότερο δεμένη τότε με τα τρένα. Οι σιδηροδρομικές γραμμές διέσχιζαν την πόλη, στις αποβάθρες των σταθμών παίζονταν τα δράματα, με το τρένο γίνονταν οι μεγάλες αποδράσεις. Με αεροπλάνο κατέφθαναν συνήθως οι βασιλείς, οι πολιτικοί την περίοδο των εκλογών και ο Ωνάσης, ενδεχομένως για κυνήγι στο δέλτα του Έβρου. Έτσι έλεγαν...
Με τον καιρό το αισιόδοξο ολυμπιακό σήμα της Ολυμπιακής ενσωματώθηκε στη ζωή μας μαζί με τη φήμη ότι στις Ντακότες της οι αεροσυνοδοί ήταν επιλεγμένες καλλονές. Ατρόμητες μες στο ευχάριστα τυπικό ταγέρ, σε χρώμα ανοιχτό ραφ, υποδέχονταν χαμογελαστές τους συνήθως τρομοκρατημένους επιβάτες, σέρβιραν καφέ ή πορτοκαλάδα και παρέμεναν ψύχραιμες στα «κενά», φορώντας το καπέλο τους με χάρη περισσή.
Το αεροδρόμιο Αλεξανδρουπόλεως, επί αερομονοκρατορίας Ωνάση, απέκτησε σωστή αίθουσα αναμονής, ωραίο πύργο ελέγχου και αρκετούς περίεργους, που, ενώ δεν επρόκειτο να ταξιδέψουν, έσπευδαν να θαυμάσουν τις αεροσυνοδούς, που η θηλυκότητα τους ξεπερνούσε κάθε επαρχιακή σύμβαση.
Η πιο σημαντική μου σχέση με το αεροδρόμιο σημειώνεται στα 1960, το Μάρτη, όταν μόνος μου πήγα να υποδεχτώ) έναν χαμένο στην Αμερική γέροντα θείο μας. Είχε να΄ρθει στην πατρίδα σαράντα και πλέον χρόνια και να τος τώρα ο γεροκοτσανάτος με τρεις θαλασσιές βαλίτσες - η μια γεμάτη μαντίλες με θέμα το βράχο του Γιβραλτάρ και οι άλλες με εσώρουχα και άσπρες βαμβακερές κάλτσες. Μισηθήκαμε ακαριαία.
Σε ενάμιση χρόνο όμως το 'φερε η μοίρα, ως βαρύτατα ασθενής, να πετάξω συνοδευόμενος απ' τους γονείς μου προς Αθήνας. Ταξίδι αξέχαστο, δυο ώρες περίπου χαμένοι στα σύννεφα, παρέα με μια κατάξανθη αεροσυνοδό καλλονή ονόματι Μαίρη. Οι γονείς μου ωχροί απ' την αγωνία κι εγώ λαλίστατος με τη Μαίρη, να της εξηγώ ότι ταξιδεύω για θεατρικό κυρίως λόγο -πέρα απ' τη νεφρίτιδα- με απώτερο σκοπό να δω την παράσταση τον Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, που ήταν το σουξέ της Αθήνας του 1961-1962. Οι γονείς μου ήταν βέβαιοι ότι πέρα απ' τα νεφρά το πρόβλημα το ουσιαστικό βρισκόταν στο μυαλό μου. Αργότερα τους δικαίωσα.
Το αεροδρόμιο του Ελληνικού ήταν πάντως αντάξιο των μαυρόασπρων ελληνικών ταινιών της εποχής. Μικρό και κομψό, με αέρα Ωνάση. Ε, αυτό ήταν. Μεμιάς ερωτεύτηκα τα αεροδρόμια και τα αεροπλάνα, που ακύρωναν το χρόνο αλλά και την αίσθηση ότι η Αλεξανδρούπολη, που ζούσα τότε, βρισκόταν σε απόσταση ενός κυπέλλου πορτοκαλάδας απ' την Πανεπιστημίου και το θέατρο του Καρόλου Κουν.
Το αεροπλάνο και το αεροδρόμιο έγιναν πλέον το εφηβικό μου πάθος, ενώ παράλληλα ξεκινούσε κι ο ερωτάς μου για την Αθήνα, που, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, ακόμη δεν μου έφυγε.
Το αεροδρόμιο Αλεξανδρουπόλεως στα τέλη του '60 άρχισε να φιλοξενεί τα νέου τύπου αεροσκάφη, τα ΥS-11, ενώ κι εγώ ήδη είχα ανοίξει τα φτερά μου. Το αεροπορικό ταξίδι βέβαια δεν είχε πια τον κλειστό αριστοκρατικό χαρακτήρα της δεκαετίας του '50. Φαντάροι, φοιτητές -σχετικά πρωτεϊνούχοι — , επιχειρηματίες, κανονικοί δηλαδή ταξιδιώτες, συνωστίζονταν στα γκισέ για την περιπόθητη θέση.
Αργότερα στήθηκε το νέο κτήριο, τα πρόσωπα των «ιστορικών» υπαλλήλων άλλαξαν, όμως οι δικές μου διαδρομές -μεσήλιξ πλέον- κουβαλούσαν τη θλίψη του πένθους. Βιαστικά ταξίδια για προσωπικές μοβ ιστορίες. Ακόμη και τότε όμως, παρατηρούσα τους θρακικούς ορίζοντες με το βλέμμα του νοσταλγού δράστη, που αναζητά μυστήριο στα πρόσωπα των επιβατών και γοητεία στην υπεροπτική ευγένεια των αεροσυνοδών.
Καμιά φορά σκεφτόμουν τη Μαίρη. Την «πρώτη» μου αεροσυνοδό. Όλοι όμως είχαμε αλλάξει πια. Και το αεροδρόμιο Αλεξανδρουπόλεως και εγώ και η ανθρωπογεωγραφία της πόλης. Μόνον η αεροπορική διαδρομή με σύγχρονα αεροπλάνα παρέμενε πιστή. Περνάμε τη Σκύρο, περνάμε τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, και να τη η πόλη εφεύρεση των παιδικών μου ονειροπολήσεων... Όπως πάντα.
Το αεροπλάνο είχε γίνει το πλέον δημοφιλές μέσον και η διαδρομή Αλεξανδρούπολη - Αθήνα, με ποικίλες αεροπορικές εταιρείες και αντίστοιχα πολλές καθημερινές πτήσεις, μοιάζει περισσότερο με αστική συγκοινωνία. Το ταξίδι πάνω στον αέρα όμως και τώρα ακόμη εξακολουθεί να κάνει ευάλωτο τον ταξιδιώτη, όσο κι αν απέκτησε την κοσμοπολίτικη άνεση του έμπειρου.
Κατά βάθος πιστεύω ότι πρόκειται για έναν λυτρωτικό φόβο, καρύκευμα μιας ζωής που όλα διαφημίζονται ελεγχόμενα και σέξι. Τότε είναι που το χαμόγελο και ο μύθος της αεροσυνοδού αποκτούν το αρχικό τους κύρος. Και τα χρειαζόμαστε μες στην επισφαλή γενναιότητα μας, για να λέμε και τη μαύρη αλήθεια.
Τα χρόνια όμως περνούν και πετούν απτόητα, για να προσγειωθούν ασφαλή πάντα στο αεροδρόμιο της μνήμης.
Όσο για μένα, διατηρώ σταθερά την πεποίθηση πως κάποια στιγμή θα συναντηθώ με την Ίνγκριντ Μπεργκμαν, για να προσθέσουμε μερικά ενδιαφέροντα αισθηματικά υστερόγραφα στην Καζαμπλάνκα. Έτσι, για να τσακίσω τα νεύρα των φετιχιστών σινεφίλ.

Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη.
Τα βιβλία του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ολλανδικά, ισπανικά, αγγλικά και ιαπωνικά. Ζει στην Αθήνα και είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.


Δεν υπάρχουν σχόλια: